- λεαντήριον
- λεαν-τήριον, τό,A polisher, PLeid.X.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεαντήριον — λεαντήριον, τὸ (Α) βλ. λειαντήριο … Dictionary of Greek
λεαντηρίῳ — λεαντήριον polisher neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειαντήριο — το (Α λειαντήριον και λεαντήριον) [λειαίνω] ο λειαντήρας … Dictionary of Greek